χειροπέλεκυς

χειροπέλεκυς
-έκεως, ο, Ν
(λόγιος τ.) ένα από τά πρώτα εργαλεία κοπής που κατασκεύασε ο άνθρωπος, αποτελούμενο από κοπτική αιχμή παράλληλα συνδεδεμένη με χειρολαβή, και το οποίο χρησιμοποιείται, βελτιωμένο κάθε φορά, από την λίθινη εποχή μέχρι σήμερα, κν. τσεκούρι ή μπαλτάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + πέλεκυς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”